
Καρκίνος μαστού: Γιατί είναι σημαντικός ο προσυμπτωματικός έλεγχος
Ο καρκίνος μαστού αποτελεί τη συχνότερη κακοήθη νόσο στις γυναίκες
Ο καρκίνος μαστού είναι η δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες στις ΗΠΑ και για αυτό κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός ο ετήσιος προσυμπτωματικός έλεγχος.
Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ακτινολογικής Εταιρείας της Βόρειας Αμερικής «Radiology» έδειξε ότι ο ετήσιος έλεγχος των γυναικών 40-79 ετών είτε με ψηφιακή μαστογραφία είτε με τρισδιάστατη τομοσύνθεση οδηγεί σε μείωση της θνησιμότητας κατά 41,7%.
Καρκίνος μαστού: Η πρόληψη σώζει ζωές
Ιδιαίτερα πάντως ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι παρά τις έρευνες που αποδεικνύουν ότι η συνεπής συμμετοχή σε προληπτική μαστογραφία μπορεί να μειώσει τους θανάτους από καρκίνο μαστού μόνο το 50% ή λιγότερο των γυναικών συμμετέχουν στον ετήσιο προληπτικό έλεγχο.
Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Ακτινολογίας στη Σχολή Ιατρικής Geisel School of Medicine του Dartmouth College στο Ανόβερο του Νιου Χαμσάιρ, Ντέμπρα Μοντιτσιόλο, η σύσταση της Ομάδας Εργασίας Προληπτικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ το 2009 να γίνεται έλεγχος κάθε δύο χρόνια αρχής γενομένης από την ηλικία των 50 ετών είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σε εθνικό επίπεδο η συμμετοχή στον έλεγχο. Στις νέες συστάσεις της το 2023 η Ομάδα Εργασίας προτείνει στις γυναίκες να συμμετέχουν σε διετή έλεγχο μεταξύ 40 και 74 ετών. Ωστόσο, το Αμερικανικό Κολέγιο Ακτινολογίας, η Εταιρεία Απεικόνισης Μαστού και το Εθνικό Ολοκληρωμένο Δίκτυο Καρκίνου συνιστούν ετήσιο έλεγχο για γυναίκες μέσου κινδύνου για καρκίνο του μαστού ξεκινώντας από την ηλικία των 40 ετών και συνεχίζοντας όσο η γυναίκα είναι καλά στην υγεία της.
Οι εκτιμήσεις έδειξαν ότι ο ετήσιος έλεγχος των γυναικών 40-79 ετών είτε με ψηφιακή μαστογραφία είτε με τρισδιάστατη τομοσύνθεση οδηγεί σε μείωση της θνησιμότητας κατά 41,7%. Ο διετής έλεγχος των γυναικών 50-74 και 40-74 έδειξε μείωση της θνησιμότητας κατά 25,4% και 30%, αντίστοιχα.
Επίσης, ο ετήσιες έλεγχος των γυναικών 40-79 ετών έδειξε τις χαμηλότερες ανά μαστογραφία ψευδώς θετικές εξετάσεις (6,5%) και καλοήθεις βιοψίες (0,88%) σε σύγκριση με άλλα σενάρια ελέγχου.