Κάταγμα ισχίου: Πώς μπορεί να προληφθεί
Το κάταγμα ισχίου εμφανίζεται σε όλο και περισσότερους ηλικιωμένους μετά τα 70 χρόνια!
Το κάταγμα ισχίου είναι μια από τις πιο συχνές ορθοπεδικές παθήσεις.
Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας αύξηση παρουσιάζουν στην εποχή μας τα ποσοστά των γυναικών που σπάνε το ισχίο τους για πρώτη φορά πριν φτάσουν τα 70.
Η έγκαιρη ενημέρωσή τους για την ανάγκη παρακολούθησης της υγείας των οστών τους από μικρότερες ηλικίες, προκειμένου να περιοριστεί η αυξανόμενη τάση κατάγματος του ισχίου έχει, επομένως, μέγιστη σημασία.
Την ιδια στιγμή ανησυχία προκαλεί μια διεθνής μελέτη, που περιελάμβανε ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και δημοσιεύθηκε στο Journal of Bone and Mineral Research, έδειξε ότι ενώ τα ποσοστά καταγμάτων ισχίου έχουν μειωθεί στις περισσότερες περιοχές του κόσμου,ο αριθμός των καταγμάτων ισχίου παγκοσμίως προβλέπεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050, σε σύγκριση με το 2018.
Αυτό σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα επηρεαστούν, αφού ένα ράγισμα ή σπάσιμο στην άρθρωση του ισχίου επιβαρύνει σημαντικά τηνποιότητα ζωής, λόγω του πόνου που προκαλεί και της αδυναμίας πλήρους αυτοεξυπηρέτησης τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα μέχρι την αποκατάσταση της υγείας του», εξηγεί ο Χειρουργός Ορθοπαιδικός, δρ Βασίλειος Σακελλαρίου.
«Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιπλοκών και θνησιμότητας, παρότι ένας σημαντικός αριθμός ηλικιωμένων νοσηλεύονται μετά τον τραυματισμό. Αναλόγως της ηλικίας και των συννοσηροτήτων περίπου το 9% των ασθενών υποκύπτουν μέσα σε ένα μήνα, ποσοστό που αυξάνεται μέσα στο επόμενο έτος από διάφορες αιτίες.
Κάταγμα ισχίου: Πρόληψη και αντιμετώπιση
Η πρόληψη απαιτεί χρόνια προετοιμασίας, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να ξεκινήσει κανείς, αν σκεφτεί ότι ένα κάταγμα ισχίου μπορεί να χωρίσει τη ζωή σε δύο φάσεις – στην «πριν» (από το κάταγμα) και στη «μετά».
Η διατήρηση της πυκνότητας των οστών είναι ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος,αφού η χαμηλή οστική πυκνότητα διπλασιάζει ή και τριπλασιάζει τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου. Δεδομένου ότι πάνω από το ήμισυ των γυναικών και το 18% των ανδρών ηλικίας 50 ετών και άνω δεν έχουν επαρκή οστική πυκνότητα, αναγνωρίζεται εύκολα το μέγεθος του προβλήματος.
Επίτευξη του στόχου για γερά οστά μετά την ηλικία των 50 ετών ξεκινά δεκαετίες πριν, με την πλούσια σε φρούτα και λαχανικά και φτωχή σε πρωτεΐνες, νάτριο και καφεΐνη διατροφή.
Εξίσου σημαντική είναι:
η λήψη επαρκών ποσοτήτων ασβεστίου και βιταμίνης D
η τακτική άσκηση (η οποία χτίζει παράλληλα δυνατούς τους μύες και διατηρεί την ικανότητα ισορροπίας),
η αποφυγή του αλκοόλ και του καπνίσματος
η διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους.
Η καλή όραση και η αντιμετώπιση παθήσεων / αντικατάσταση φαρμάκων που προκαλούν ζάλη ή αστάθεια.
Έλεγχος οστικής πυκνότητας και αντιμετώπιση
Ο έλεγχος της οστικής πυκνότητας πρέπει να ξεκινά αμέσως μετά την εμμηνόπαυση για τις γυναίκες ή άλλως, αναλόγως του ατομικού κινδύνου, και γύρω στα 70 για τους άνδρες, διότι η γνώση αυτή και η λήψη μέτρων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατάγματος κατά 36%, σύμφωνα με μια μελέτη του Johns Hopkins.