
Κατάγματα: Γιατί αυξάνονται στα παιδιά
Τι φταίει και αυξάνονται τα κατάγματα στα παιδιά
Τα κατάγματα στα παιδιά είναι αρκετά συχνά γεγονός που προκαλεί ανησυχία στους ειδικούς. Σύμφωνα με μελέτη της Mayo Clinic, τα παιδικά κατάγματα είναι συχνότερα στις μέρες μας από ό,τι πριν από τέσσερις δεκαετίες. Στα κορίτσια η αύξηση είναι 56% και στα αγόρια 32%.
«Κατά τη γέννηση, μερικά από τα οστά είναι στην πραγματικότητα εύκαμπτοι χόνδροι. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, μέρος του χόνδρου σκληραίνει και μετατρέπεται σε κόκαλο, το οποίο δεν σταματά να αναπτύσσεται μέχρι την ενηλικίωση και συγκεκριμένα μέχρι την ηλικία των 20-25.
Η απόκτηση γερών οστών κατά την παιδική ηλικία είναι, επομένως, κρίσιμη για την πορεία της υγείας τους και στηρίζεται σε τρεις παράγοντες: στη διατροφή, την άσκηση και τον ήλιο», επισημαίνει η κα Χριστίνα Νείλα, εξειδικευμένη Ορθοπαιδικός Χειρουργός Παίδων.
Κατάγματα: Τα υπέρβαρα παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο
Η έρευνα δείχνει ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά αντιμετωπίζουν αυξημένες πιθανότητες καταγμάτων άνω και κάτω άκρων, συγκριτικά με όσα έχουν το σωστό για την ηλικία τους βάρος.
Επίσης, υφίστανται σοβαρότερα κατάγματα, που για την αποκατάστασή τους είναι πιθανότερο να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση. Και παρότι οι επεμβάσεις γίνονται πια με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές δεν παύει να είναι μια δοκιμασία για τα παιδιά.
Οι δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους μπορούν να αποτρέψουν την αύξηση του σωματικού βάρους, ή ακόμα και να το μειώσουν, αφού για την εκτέλεσή τους απαιτείται η δαπάνη περισσότερων θερμίδων.
Οστική πυκνότητα
Η άσκηση είναι επίσης σημαντική γιατί συμβάλλει στην αύξηση της οστικής μάζας. Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι τα παιδιά που σπάνε το χέρι ή το πόδι τους έχουν χαμηλότερη οστική πυκνότητα. Και οι επιπτώσεις δεν αφορούν μόνο τα παιδικά ή εφηβικά χρόνια, αλλά γίνονται σοβαρότερες μετά από μερικές δεκαετίες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμα και ένα έλλειμμα της τάξης του 10% κατά την εφηβεία αυξάνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης έως και 50% αργότερα.
Διατροφή
Γερά οστά, όμως, δεν μπορούν να χτιστούν χωρίς σωστή διατροφή. Το σημαντικότερο στοιχείο που τους χαρίζει δύναμη και τα διατηρεί υγιή είναι το ασβέστιο. Γι’ αυτό από τη γέννηση μέχρι τα βαθιά γεράματα είναι απαραίτητη η πρόσληψη των ενδεδειγμένων ανά ηλικία ποσοτήτων.
Η ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου μέσω της διατροφής υποχρεώνει τον οργανισμό να παίρνει από τα κόκαλα τις ποσότητες που χρειάζεται για την εύρυθμη λειτουργία κάποιων οργάνων, όπως η καρδιά και οι μυς, αφού σχεδόν το 99% του ασβεστίου του σώματος βρίσκεται σε αυτά. Η συγκεκριμένη διαδικασία τα αποδυναμώνει.
Βιταμίνη D
Ακόμα και επαρκής να είναι η πρόσληψη ασβεστίου, χωρίς βιταμίνη D το σώμα δεν μπορεί να το απορροφήσει για να δυναμώσει και να σκληρύνει τα οστά. Η μεγαλύτερη ποσότητα αυτής συντίθεται από τον οργανισμό όταν εκτίθεται στον ήλιο, ενώ μια πολύ μικρότερη μπορεί να ληφθεί από τη διατροφή.
Όταν τα παιδιά παραμένουν σε εσωτερικούς χώρους είναι πολύ πιθανή η έλλειψη ή ακόμα και ανεπάρκεια αυτής της πολύτιμης βιταμίνης. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το επίπεδό της στο 30% των εφήβων είναι χαμηλότερο από το φυσιολογικό.
Επομένως, οι γονείς θα πρέπει να παροτρύνουν τα παιδιά τους να παίζουν έξω, λαμβάνοντας φυσικά κάθε απαραίτητο μέτρο για την προστασία τους.
Πότε είναι ανησυχητικά;
«Τα κατάγματα είναι αναμενόμενα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Τα συχνότερα είναι εκείνα που προκύπτουν στο χέρι μεταξύ αγκώνα και αντίχειρα. Κατά την ενασχόληση με κάποιο άθλημα ή χόμπι, όπως το ποδήλατο ή τα πατίνια, ή με κάποια παιχνίδια στην παιδική χαρά, είναι πιθανό να προκύψουν από πτώσεις ή συγκρούσεις. Αυτό δεν είναι κάτι σπάνιο ούτε αφύσικο, ειδικά κατά την εφηβεία που η ταχύτητα ανάπτυξης των οστών υπερβαίνει εκείνη της εναπόθεσης ασβεστίου σε αυτά.
Το αφύσικο είναι τα κατάγματα αυτά να επαναλαμβάνονται μετά από ήπιες πτώσεις ή συγκρούσεις χαμηλής ενέργειας. Τότε οι γονείς τους θα πρέπει να αναζητήσουν απαντήσεις από εξειδικευμένους γιατρούς, προκειμένου να εντοπιστούν οι λόγοι και να αποτραπούν επόμενα κατάγματα στην παιδική ηλικία όσο και οστεοπορωτικά κατάγματα μετά τα 50, ιδίως στα κορίτσια που είναι πιο επιρρεπή σε αυτά μετά την εμμηνόπαυση» σημειώνει η ειδικός.