Πολιτική ΥγείαςΡεπορτάζ υγείαςΣυνεντεύξεις - Άρθρα

ΝΠΔΔ Ψυχολόγων: Γιατί είναι επείγουσα ανάγκη η ίδρυσή του

Γράφει η Μπετίνα Ντάβου, Καθηγήτρια Ψυχολογίας ΕΚΠΑ, Μέλος ΔΣ ΕΛΨΕ

Από την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημιακού τμήματος Ψυχολογίας στη χώρα μας στα τέλη του 1980 και των υπόλοιπων πανεπιστημιακών τμημάτων αργότερα, έχουν αποφοιτήσει περίπου 45.000 ψυχολόγοι (χωρίς να υπολογίζονται όσοι έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό και έχουν επιστρέψει). Ψυχολόγοι, οι οποίοι δραστηριοποιούνται επαγγελματικά, χωρίς να επιβλέπονται από δημόσιο θεσμικό όργανο, όπως από χρόνια ισχύει για άλλους επαγγελματίες υγείας (Γιατρούς, Νοσηλευτές, Διαιτολόγους κ.ά.) και όπως ισχύει στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημο Μητρώο Ψυχολόγων, όπου να υποχρεούνται να εγγραφούν όσοι ασκούν το επάγγελμα, ώστε αφενός οι πολίτες να ξέρουν που να απευθυνθούν και αφετέρου να πλαισιώνονται και να ελέγχονται οι επαγγελματίες.

Αλλά ας δούμε τα τρία κρίσιμα σημεία αυτού του διαχρονικού κοινωνικού προβλήματος, το οποίο θα έπρεπε να έχει προ πολλού λυθεί, ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό κόμμα ηγείται στη χώρα:

1. Ορισμένοι από τους δεκάδες χιλιάδες ενεργούς ψυχολόγους, αλλά όχι όλοι, διαθέτουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, η οποία θεσμοθετήθηκε με νόμο το 1979 (Ν. 991 της 117/20.12.1979) από τον τότε Υπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, Σπύρο Δοξιάδη.

Με σχετική τροποποίηση (παρ.1α του άρθρου 27 του Ν.2646/1998 (Α 236), η «άδεια για την άσκηση του επαγγέλματος του Ψυχολόγου χορηγείται με απόφαση του οικείου νομάρχη“, με απόφαση του οποίου επίσης ανακαλείται σε περιπτώσεις παραβίασης της δεοντολογίας.

Η άδεια άσκησης του επαγγέλματος, δηλαδή, δεν χορηγείται από επιστημονικό δημόσιο φορέα της πολιτείας, αλλά από Περιφερειακές Διευθύνσεις, με κριτήρια που δεν έχουν αναβαθμιστεί εδώ και 45 χρόνια, όπως έχει συμβεί σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.Βάσει του αρχικού νόμου (Ν. 991 της 117/20.12.1979 άρθρο 3), βασική προϋπόθεση για την άδεια άσκησης ήταν βασικό πτυχίο ψυχολογίας, αλλά με τον Νόμο 1998 (παρ.1ζ του άρθρου 27 του Ν.2646/1998 (Α 236) προβλέπονται ειδικότητες οι οποίες θα καθορίζονταν λεπτομερειακά «με κοινές αποφάσεις τον Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και των αρμοδίων κατά Κλάδους, Υπουργών, έπειτα από γνώμη του “Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.)”».

Με βάση τον ίδιο νόμο του 1998 (άρθρο 27, παρ. 3) «με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.) καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ιδιωτική άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου, καθώς και οι προϋποθέσεις, οι αρμοδιότητες και τα ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται για την ιδιωτική άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου στους διάφορους τομείς της ψυχολογίας».

Όμως αυτές οι «ειδικότητες» ή τα «ειδικότερα προσόντα» ποτέ δεν καθορίστηκαν και η Ελλάδα είναι σήμερα μία από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης που χορηγεί άδεια άσκησης επαγγέλματος στους ψυχολόγους, με μοναδικό κριτήριο το βασικό τετραετές πτυχίο σπουδών, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη πρακτική άσκηση ή ειδίκευση, χορηγείται, δηλαδή, η άδεια σε άτομα με ανεπαρκή κατάρτιση.

3.Βάσει του αρχικού Νόμου (Ν. 991 της 117/20.12.1979 άρθρο 8) και χωρίς περαιτέρω τροποποιήσεις, «όσοι λαμβάνουν άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Ψυχολόγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δικαιούνται να εγγραφούν στον Σύλλογο Ελλήνων Ψυχολόγων (Σ.Ε.Ψ.), υπαγόμενον στον έλεγχο και στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών».

«Δικαιούνται», αλλά δεν υποχρεούνται. Αυτό σημαίνει ότι δεν πλαισιώνονται και δεν ελέγχονται από κανένα φορέα, όσοι ψυχολόγοι ασκούν το επάγγελμα αλλά επιλέξουν για διάφορους λόγους να μην εγγραφούν. Και δυστυχώς αυτοί είναι πολλοί.

Σύμφωνα με τον Σ.Ε.Ψ. ο οποίος είναι ένα επαγγελματικό / επιστημονικό σωματείο, αλλά όχι επίσημος δημόσιος επιστημονικός φορέας, στα αρχεία του βρίσκονται εγγεγραμμένα 3000 μέλη (τα οποία ωστόσο δεν εμφανίζονται στη σχετική ιστοσελίδα) με βασικό τετραετές πτυχίο, χωρίς απαραιτήτως πρακτική άσκηση ή θεσμοθετημένη ειδίκευση.

Από αυτά, στο Μητρώο που διατηρεί ο Σ.Ε.Ψ. στην ιστοσελίδα του, μετά από ανακατεύθυνση στην European Federation of Psychological Association (EFPA), εμφανίζονται 47 άτομα, τα οποία κατέχουν Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Ψυχολογίας, το οποίο χορηγεί η EFPA με κύριο κριτήριο τις πενταετείς σπουδές συν έναν χρόνο πρακτικής άσκησης με εποπτεία.

Δηλαδή, από τους δεκάδες χιλιάδες ψυχολόγους που ασκούν το επάγγελμα στη χώρα μας αυτή τη στιγμή, λιγότεροι από 50 είναι εγγεγραμμένοι σε Επίσημο Ευρωπαϊκό Μητρώο, αλλά σε κανένα Ελληνικό και δεν εποπτεύονται από κανένα δημόσιο επιστημονικό φορέα.

Πριν από λίγα χρόνια, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία (ΕΛΨΕ), επιστημονικό σωματείο με στόχο την προαγωγή της έρευνας και της διδασκαλίας της Ψυχολογίας και την προαγωγή της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και ο ΣΕΨ ξεκίνησαν συνομιλίες με την τότε υφυπουργό υγείας κ. Ζωή Ράπτη, σχετικά με την επείγουσα ανάγκη πλήρους ρύθμισης του επαγγέλματος του Ψυχολόγου τόσο σε επίπεδο κατάρτισης όσο και σε επίπεδο θεσμικού ελέγχου.

ΝΠΔΔ Ψυχολόγων: Γιατί είναι επείγουσα ανάγκη η ίδρυσή του

Αργότερα συστάθηκε τριμερής επιτροπή για το ίδιο ζήτημα, από μέλη των δύο αυτών σωματείων και εκπροσώπους των Προέδρων των Πανεπιστημιακών Τμημάτων Ψυχολογίας, η οποία δεν κατάφερε να προχωρήσει το ζήτημα.

Το 2020, με τη συγκέντρωση 3000 υπογραφών από επαγγελματίες ψυχολόγους, δημιουργήθηκε Ομάδα Πρωτοβουλίας Σύστασης Ν.Π.Δ.Δ. Ψυχολόγων Ελλάδος, η οποία σε συνεργασία με την ΕΛΨΕ επανέφεραν το θέμα στο προσκήνιο πριν λίγους μήνες, εκπονώντας αναλυτική πρόταση ίδρυσης Ν.Π.Δ.Δ.

Η πρόταση αυτή προβλέπει μεταβατικές διατάξεις για όσους ήδη διαθέτουν άδεια άσκησης επαγγέλματος και, φυσικά, δεν αναιρεί την αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση της κατοχής βασικού πτυχίου ψυχολογίας.

Με αφορμή αυτή την προσπάθεια, εμφανίστηκαν διάφορα ανακριβή δημοσιεύματα, τα οποία προβάλουν μικροπολιτικούς στόχους και διαδίδουν ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες. Πληροφορίες οι οποίες αφενός βάλλουν την εικόνα του επαγγέλματος στο ευρύ κοινό, αλλά κυρίως δημιουργούν σύγχυση στους πολίτες. Τους αφήνουν εκτεθειμένους στον κίνδυνο να απευθύνονται σε πρόσωπα ακατάλληλα, τα οποία δεν κατέχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα παροχής ψυχολογικής βοήθειας και δεν γνωρίζουν πού να αποταθούν για τις απαιτούμενες πειθαρχικές κυρώσεις, σε περίπτωση παραβίασης της δεοντολογίας.

Τα δημοσιεύματα αυτά είναι αποπροσανατολιστικά από το ζητούμενο, που είναι η αναβάθμιση των κριτηρίων άσκησης του επαγγέλματος του ψυχολόγου και η πλήρης ρύθμισή του από δημόσιο επιστημονικό φορέα, ειδικά σήμερα που οι αλλεπάλληλες κοινωνικές κρίσεις ωθούν ολοένα και περισσότερους πολίτες στην αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας και υποστήριξης.

Το ζήτημα της ίδρυσης Ν.Π.Δ.Δ ψυχολόγων οφείλει να είναι πάνω από μικρο-πολιτικά συμφέροντα και ενδο-κλαδικούς ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες και πέρα από το ποιο κόμμα διοικεί τη χώρα. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να ενώνει και όχι να χωρίζει τους επαγγελματίες ψυχολόγους και είναι θεμελιώδης υποχρέωση της πολιτείας να το διευθετήσει άμεσα για την προστασία των πολιτών.

Μπετίνα Ντάβου
Καθηγήτρια Ψυχολογίας ΕΚΠΑ
Μέλος ΔΣ ΕΛΨΕ

Σχετικά Άρθρα

Back to top button