Ειδήσεις Υγείας

Ρευματικά νοσήματα: Πώς επηρεάζουν την κύηση

Με τον κατάλληλο προγραμματισμό, οι περισσότερες γυναίκες με ρευματικά νοσήματα μπορούν να γεννήσουν υγιή τέκνα.

Οι γυναίκες με ρευματικά νοσήματα μπορούν να γεννήσουν υγιή τέκνα. Αυτό ήταν το συμπέρασμα που μεταδόθηκε στο πλαίσιο του webinar που οργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα/ΕΛΕΑΝΑ.

Οι ομιλητές της διοργάνωσης τόνισαν ακόμη ότι η επίπτωση της ινομυαλγίας στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική είναι 4-5 % και ότι η σύγχρονη διαχείριση των ασθενών με φλεγμονώδες αρθρίτιδες θα πρέπει να εστιάσει στον ασθενή με πιθανές συννοσηρότητες και όχι μόνο στο ίδιο το νόσημα.

Η συνταγογράφηση πολλών φαρμάκων κατά την διάρκεια της κύησης είναι περίπλοκη και η έλλειψη γνώσεων σχετικά με τη συμβατότητά τους συχνά οδηγεί σε παραπληροφόρηση των ασθενών και σε απόσυρση/άρνηση θεραπειών που αποδεδειγμένα οδηγούν σε βελτίωση της νόσου και αυξάνουν τις πιθανότητες μιας ομαλής κύησης, τόνισε ο κ. Ευριπίδης Καλτσονούδης, Ρευματολόγος, Επιμελητής Α’ ΕΣΥ Ρευματολογική Κλινική Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων.

Από την άλλη πλευρά, η ενεργός ρευματική νόσος συνδέεται με δυσμενή αποτελέσματα της κύησης, παρά το γεγονός ότι οι αποδείξεις της ασφάλειας των φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνονται συνεχώς. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα των ασθενών δεν ενημερώνεται ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια των ιατρικών επισκέψεών τους.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σταθμίζεται από τη μια ο κίνδυνος ενεργού φλεγμονής της μητέρας χωρίς θεραπεία για 9 μήνες και από την άλλη η πιθανή βλάβη λόγω της έκθεσης του εμβρύου στο φάρμακο.

Η αλληλουχία, κύηση – τοκετός – θηλασμός δυνητικά οδηγεί σε αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα και, στις μισές περίπου περιπτώσεις, η νόσος θα παραμείνει αμετάβλητη, ενώ στις άλλες μισές είναι πιθανό να επιδεινωθεί ο πόνος και η δυσλειτουργία.

Έτσι, και με κατάλληλο προγραμματισμό, οι περισσότερες γυναίκες με ρευματική νόσο μπορούν να γεννήσουν υγιή τέκνα.

Όσο μικρότερη η ενεργότητα της νόσου, τόσο πιο εύκολη η επίτευξη εγκυμοσύνης και η καλύτερη έκβαση αυτής. Σε περίπτωση μη επαρκώς ελεγχόμενης νόσου, τίθεται η ανάγκη επιλογής κατάλληλου και συμβατού με την εγκυμοσύνη θεραπευτικού σχήματος, ώστε να διατηρηθεί η χαμηλή ενεργότητα της νόσου και να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών.

Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα που συλλέχθηκαν, δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ασφάλειας για πολλά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη ρευματολογία. Τέλος, παραμένουν άλυτα ερωτήματα, που αφορούν στην μακροχρόνια παρακολούθηση των εμβρύων μετά από έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες ή και άλλα αντιρευματικά φάρμακα κατέληξε ο κ. Καλτσονούδης.

Η καθημερινή διαχείριση των προβλημάτων των ασθενών με φλεγμονώδες αρθρίτιδες είναι γεμάτη από προκλήσεις, επεσήμανε η κα Άννα Κανδύλη, Ρευματολόγος. Η παχυσαρκία, το κάπνισμα, οι εμβολιασμοί, όπως και η ουσιαστική επικοινωνία με τον ασθενή είναι μερικές από αυτές.

Η σύγχρονη διαχείριση των ασθενών με φλεγμονώδες αρθρίτιδες απαιτεί να εστιάσουμε στον ασθενή με πιθανές συννοσηρότητες και όχι μόνο στο ίδιο το νόσημα. Απαιτείται ολοκληρωμένη αρχική εκτίμηση και παρακολούθηση των συννοσηρότητων, καθώς επίθεση και η επίτευξη ξεκάθαρων στόχων. Υπάρχει σημαντική συσχέτιση του αυξημένου σωματικού βάρους με χειρότερες εκβάσεις των ασθενών με φλεγμονώδες αρθρίτιδες.

Ρευματικά νοσήματα: Τι πρέπει να κάνουν οι ασθενείς;

Με σωματική άσκηση, σωστή διατροφή,ξεκούραση και τακτικός έλεγχο, τόνισε η κα Άννα Κανδύλη.

Η ινομυαλγία έχει ιδιαίτερη παθοφυσιολογία εμπλέκοντας μηχανισμούς όπως η κεντρική ενίσχυση-ευαισθητοποίηση (central amplification-sensitization) των επώδυνων ερεθισμάτων από την περιφέρεια εξήγησε ο ο κος Νέστορας Αυγουστίδης, Ρευματολόγος, Επιμελητής Α’ ΕΣΥ, Ρευματολογική Κλινική Π.Α.Γ.Ν.Η.

Τα βασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν:

Χρόνιο διάχυτο πόνο, έντονη δυσκαμψία, κόπωση, διαταραχές ύπνου και γνωσιακές διαταραχές.

Η επίπτωση της ινομυαλγίας στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική είναι 4-5 %

Η ινομυαλγία είναι σημαντική συννοσηρότητα των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα και φλεγμονώδεις αρθρίτιδες. Πιο συχνά εμφανίζεται σε ασθενείς με Sjogren, ΣΕΛ και ΡΑ. Η διάγνωση βασίζεται στα κλινικά συμπτώματα και δεν υπάρχουν ειδικές εξετάσεις για την διάγνωση της Ινομυαλγίας.

Χρειάζεται ένας βασικός έλεγχος για τον αποκλεισμό άλλων νοσημάτων με παρόμοια κλινική εικόνα. Δεν βοηθάνε στην διάγνωση οι πολλαπλές απεικονίσεις με μαγνητική τομογραφία και ο εκτεταμένος ανοσολογικός έλεγχος. Είναι σημαντική η σωστή ενημέρωση των ασθενών για τον χρόνιο πόνο και την ινομυαλγία. Η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να είναι πολυεπίπεδη. Πολύ σημαντικό για την θεραπεία να τεθούν ρεαλιστικοί στόχοι.

 

Σχετικά Άρθρα

Back to top button